Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσιολογικός
φυσιολόγος
φυσιοποιέω
φυσιόω
φυσιόω2
φύσις
φυσίωμα
φυσίωσις
φυσίωσις2
Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
φυσώδης
View word page
φύσκη
a sausage
ShortDef
a sausage
Debugging
Headword:
φύσκη
Headword (normalized):
φύσκη
Headword (normalized/stripped):
φυσκη
IDX:
95518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95519
Key:
Data
{'content': 'a sausage'}