Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσιολογία
φυσιολογικός
φυσιολόγος
φυσιοποιέω
φυσιόω
φυσιόω2
φύσις
φυσίωμα
φυσίωσις
φυσίωσις2
Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
φύστις
Φυσώ
View word page
Φύσκα
Physca

ShortDef

Physca

Debugging

Headword:
Φύσκα
Headword (normalized):
φύσκα
Headword (normalized/stripped):
φυσκα
IDX:
95517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95518
Key:

Data

{'content': 'Physca'}