Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσιολόγημα
φυσιολογητέον
φυσιολογία
φυσιολογικός
φυσιολόγος
φυσιοποιέω
φυσιόω
φυσιόω2
φύσις
φυσίωμα
φυσίωσις
φυσίωσις2
Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
φυστή
View word page
φυσίωσις
natural tendency, character

ShortDef

natural tendency, character
a being puffed up, inflation

Debugging

Headword:
φυσίωσις
Headword (normalized):
φυσίωσις
Headword (normalized/stripped):
φυσιωσις
IDX:
95515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95516
Key:

Data

{'content': 'natural tendency, character'}