Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσιολογέω
φυσιολόγημα
φυσιολογητέον
φυσιολογία
φυσιολογικός
φυσιολόγος
φυσιοποιέω
φυσιόω
φυσιόω2
φύσις
φυσίωμα
φυσίωσις
φυσίωσις2
Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
φυσοειδής
φυσόομαι
View word page
φυσίωμα
natural tendency, bent

ShortDef

natural tendency, bent

Debugging

Headword:
φυσίωμα
Headword (normalized):
φυσίωμα
Headword (normalized/stripped):
φυσιωμα
IDX:
95514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95515
Key:

Data

{'content': 'natural tendency, bent'}