Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσιογνωμονικός
φυσιογνώμων
φυσιολογέω
φυσιολόγημα
φυσιολογητέον
φυσιολογία
φυσιολογικός
φυσιολόγος
φυσιοποιέω
φυσιόω
φυσιόω2
φύσις
φυσίωμα
φυσίωσις
φυσίωσις2
Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
φυσόβαθρον
View word page
φυσιόω2
to puff up
ShortDef
dispose one naturally
to puff up
Debugging
Headword:
φυσιόω2
Headword (normalized):
φυσιόω
Headword (normalized/stripped):
φυσιοω2
IDX:
95512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95513
Key:
Data
{'content': 'to puff up'}