Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσιογνωμονία
φυσιογνωμονικός
φυσιογνώμων
φυσιολογέω
φυσιολόγημα
φυσιολογητέον
φυσιολογία
φυσιολογικός
φυσιολόγος
φυσιοποιέω
φυσιόω
φυσιόω2
φύσις
φυσίωμα
φυσίωσις
φυσίωσις2
Φύσκα
φύσκη
φυσκία
φύσκος
φύσκων
View word page
φυσιόω
dispose one naturally

ShortDef

dispose one naturally
to puff up

Debugging

Headword:
φυσιόω
Headword (normalized):
φυσιόω
Headword (normalized/stripped):
φυσιοω
IDX:
95511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95512
Key:

Data

{'content': 'dispose one naturally'}