Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυπόστασις
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
ἀνυπότακτος
ἀνυποταξία
ἀνυποτίμητος
ἀνυπότλητος
ἀνύπουλος
ἀνυποφόρητος
View word page
ἀνυπόστατος
not to be withstood, irresistible
ShortDef
not to be withstood, irresistible
Debugging
Headword:
ἀνυπόστατος
Headword (normalized):
ἀνυπόστατος
Headword (normalized/stripped):
ανυποστατος
IDX:
9550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9551
Key:
Data
{'content': 'not to be withstood, irresistible'}