Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
φύσιμος
φυσιογνωμονέω
φυσιογνωμονία
φυσιογνωμονικός
φυσιογνώμων
φυσιολογέω
φυσιολόγημα
φυσιολογητέον
φυσιολογία
φυσιολογικός
φυσιολόγος
φυσιοποιέω
φυσιόω
φυσιόω2
φύσις
φυσίωμα
φυσίωσις
φυσίωσις2
View word page
φυσιολογητέον
one must theorize scientifically
ShortDef
one must theorize scientifically
Debugging
Headword:
φυσιολογητέον
Headword (normalized):
φυσιολογητέον
Headword (normalized/stripped):
φυσιολογητεον
IDX:
95506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95507
Key:
Data
{'content': 'one must theorize scientifically'}