Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
φύσιμος
φυσιογνωμονέω
φυσιογνωμονία
φυσιογνωμονικός
φυσιογνώμων
φυσιολογέω
φυσιολόγημα
φυσιολογητέον
φυσιολογία
φυσιολογικός
φυσιολόγος
φυσιοποιέω
φυσιόω
φυσιόω2
φύσις
φυσίωμα
View word page
φυσιολογέω
discourse on nature, investigate natural causes and phenomena

ShortDef

discourse on nature, investigate natural causes and phenomena

Debugging

Headword:
φυσιολογέω
Headword (normalized):
φυσιολογέω
Headword (normalized/stripped):
φυσιολογεω
IDX:
95504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95505
Key:

Data

{'content': 'discourse on nature, investigate natural causes and phenomena'}