Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
φύσιμος
φυσιογνωμονέω
φυσιογνωμονία
φυσιογνωμονικός
φυσιογνώμων
φυσιολογέω
φυσιολόγημα
φυσιολογητέον
φυσιολογία
φυσιολογικός
φυσιολόγος
φυσιοποιέω
φυσιόω
φυσιόω2
View word page
φυσιογνωμονικός
of or for physiognomy

ShortDef

of or for physiognomy

Debugging

Headword:
φυσιογνωμονικός
Headword (normalized):
φυσιογνωμονικός
Headword (normalized/stripped):
φυσιογνωμονικος
IDX:
95502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95503
Key:

Data

{'content': 'of or for physiognomy'}