Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
φύσιμος
φυσιογνωμονέω
φυσιογνωμονία
φυσιογνωμονικός
φυσιογνώμων
φυσιολογέω
φυσιολόγημα
φυσιολογητέον
φυσιολογία
φυσιολογικός
φυσιολόγος
View word page
φύσιμος
able to produce, productive
ShortDef
able to produce, productive
Debugging
Headword:
φύσιμος
Headword (normalized):
φύσιμος
Headword (normalized/stripped):
φυσιμος
IDX:
95499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95500
Key:
Data
{'content': 'able to produce, productive'}