Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
φύσιμος
φυσιογνωμονέω
φυσιογνωμονία
φυσιογνωμονικός
φυσιογνώμων
φυσιολογέω
φυσιολόγημα
φυσιολογητέον
φυσιολογία
φυσιολογικός
View word page
φυσικός
natural, native

ShortDef

natural, native

Debugging

Headword:
φυσικός
Headword (normalized):
φυσικός
Headword (normalized/stripped):
φυσικος
IDX:
95498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95499
Key:

Data

{'content': 'natural, native'}