Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
φύσιμος
φυσιογνωμονέω
φυσιογνωμονία
φυσιογνωμονικός
φυσιογνώμων
φυσιολογέω
φυσιολόγημα
φυσιολογητέον
φυσιολογία
View word page
φυσικλείδιον
a spell to open the φύσις (i.e. pudendum muliebre)
ShortDef
a spell to open the φύσις (i.e. pudendum muliebre)
Debugging
Headword:
φυσικλείδιον
Headword (normalized):
φυσικλείδιον
Headword (normalized/stripped):
φυσικλειδιον
IDX:
95497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95498
Key:
Data
{'content': 'a spell to open the φύσις (i.e. pudendum muliebre)'}