Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
φύσιμος
φυσιογνωμονέω
φυσιογνωμονία
φυσιογνωμονικός
φυσιογνώμων
φυσιολογέω
φυσιολόγημα
φυσιολογητέον
View word page
φυσίκιλλος
bread

ShortDef

bread

Debugging

Headword:
φυσίκιλλος
Headword (normalized):
φυσίκιλλος
Headword (normalized/stripped):
φυσικιλλος
IDX:
95496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95497
Key:

Data

{'content': 'bread'}