Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
φύσιμος
φυσιογνωμονέω
φυσιογνωμονία
φυσιογνωμονικός
φυσιογνώμων
φυσιολογέω
φυσιολόγημα
View word page
φυσικεύομαι
to be or speak like a natural philosopher
ShortDef
to be or speak like a natural philosopher
Debugging
Headword:
φυσικεύομαι
Headword (normalized):
φυσικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
φυσικευομαι
IDX:
95495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95496
Key:
Data
{'content': 'to be or speak like a natural philosopher'}