Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
φύσιμος
φυσιογνωμονέω
φυσιογνωμονία
φυσιογνωμονικός
φυσιογνώμων
View word page
φυσίζῳος
producing life

ShortDef

producing life

Debugging

Headword:
φυσίζῳος
Headword (normalized):
φυσίζῳος
Headword (normalized/stripped):
φυσιζωος
IDX:
95493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95494
Key:

Data

{'content': 'producing life'}