Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
φύσιμος
φυσιογνωμονέω
φυσιογνωμονία
View word page
φυσίζοος
producing

ShortDef

producing

Debugging

Headword:
φυσίζοος
Headword (normalized):
φυσίζοος
Headword (normalized/stripped):
φυσιζοος
IDX:
95491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95492
Key:

Data

{'content': 'producing'}