Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
φύσιμος
View word page
φυσίγναθος
puff-cheek

ShortDef

puff-cheek

Debugging

Headword:
φυσίγναθος
Headword (normalized):
φυσίγναθος
Headword (normalized/stripped):
φυσιγναθος
IDX:
95489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95490
Key:

Data

{'content': 'puff-cheek'}