Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
φυσικός
View word page
φυσιγγόομαι
to be excited by eating garlic

ShortDef

to be excited by eating garlic

Debugging

Headword:
φυσιγγόομαι
Headword (normalized):
φυσιγγόομαι
Headword (normalized/stripped):
φυσιγγοομαι
IDX:
95488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95489
Key:

Data

{'content': 'to be excited by eating garlic'}