Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
φυσικλείδιον
View word page
φυσιγγιστής
plagiaula
ShortDef
plagiaula
Debugging
Headword:
φυσιγγιστής
Headword (normalized):
φυσιγγιστής
Headword (normalized/stripped):
φυσιγγιστης
IDX:
95487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95488
Key:
Data
{'content': 'plagiaula'}