Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
φυσίκιλλος
View word page
φυσιάω
to blow, puff, breathe hard, pant
ShortDef
to blow, puff, breathe hard, pant
Debugging
Headword:
φυσιάω
Headword (normalized):
φυσιάω
Headword (normalized/stripped):
φυσιαω
IDX:
95486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95487
Key:
Data
{'content': 'to blow, puff, breathe hard, pant'}