Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
φυσικεύομαι
View word page
φυσιασμός
the sound made in expiration

ShortDef

the sound made in expiration

Debugging

Headword:
φυσιασμός
Headword (normalized):
φυσιασμός
Headword (normalized/stripped):
φυσιασμος
IDX:
95485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95486
Key:

Data

{'content': 'the sound made in expiration'}