Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
φυσίκευμα
View word page
φυσίαμα
a breathing hard, blowing
ShortDef
a breathing hard, blowing
Debugging
Headword:
φυσίαμα
Headword (normalized):
φυσίαμα
Headword (normalized/stripped):
φυσιαμα
IDX:
95484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95485
Key:
Data
{'content': 'a breathing hard, blowing'}