Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
φυσίζους
φυσίζῳος
View word page
φυσήφρων
puffed up in mind
ShortDef
puffed up in mind
Debugging
Headword:
φυσήφρων
Headword (normalized):
φυσήφρων
Headword (normalized/stripped):
φυσηφρων
IDX:
95483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95484
Key:
Data
{'content': 'puffed up in mind'}