Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
φυσίζοος
View word page
φυσητικός
causing flatulency, flatulent

ShortDef

causing flatulency, flatulent

Debugging

Headword:
φυσητικός
Headword (normalized):
φυσητικός
Headword (normalized/stripped):
φυσητικος
IDX:
95481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95482
Key:

Data

{'content': 'causing flatulency, flatulent'}