Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
φῦσιγξ
View word page
φυσητής
blower

ShortDef

blower

Debugging

Headword:
φυσητής
Headword (normalized):
φυσητής
Headword (normalized/stripped):
φυσητης
IDX:
95480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95481
Key:

Data

{'content': 'blower'}