Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύσανσις
φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
φυσίγναθος
View word page
φυσητήριον
wind-instrument, pipe

ShortDef

wind-instrument, pipe

Debugging

Headword:
φυσητήριον
Headword (normalized):
φυσητήριον
Headword (normalized/stripped):
φυσητηριον
IDX:
95479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95480
Key:

Data

{'content': 'wind-instrument, pipe'}