Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυπόστασις
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
ἀνυπότακτος
ἀνυποταξία
ἀνυποτίμητος
View word page
ἀνύποπτος
without suspicion, unsuspected

ShortDef

without suspicion, unsuspected

Debugging

Headword:
ἀνύποπτος
Headword (normalized):
ἀνύποπτος
Headword (normalized/stripped):
ανυποπτος
IDX:
9547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9548
Key:

Data

{'content': 'without suspicion, unsuspected'}