Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύσαλος
φύσανσις
φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
φυσιγγόομαι
View word page
φυσητήρ
an instrument for blowing, blowpipe

ShortDef

an instrument for blowing, blowpipe

Debugging

Headword:
φυσητήρ
Headword (normalized):
φυσητήρ
Headword (normalized/stripped):
φυσητηρ
IDX:
95478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95479
Key:

Data

{'content': 'an instrument for blowing, blowpipe'}