Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσαλλίς
φύσαλος
φύσανσις
φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
φυσιγγιστής
View word page
φυσητέον
one must blow up
ShortDef
one must blow up
Debugging
Headword:
φυσητέον
Headword (normalized):
φυσητέον
Headword (normalized/stripped):
φυσητεον
IDX:
95477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95478
Key:
Data
{'content': 'one must blow up'}