Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυσαλέος
φυσαλλίς
φύσαλος
φύσανσις
φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
φυσιάω
View word page
φύσησις
blowing upon
ShortDef
blowing upon
Debugging
Headword:
φύσησις
Headword (normalized):
φύσησις
Headword (normalized/stripped):
φυσησις
IDX:
95476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95477
Key:
Data
{'content': 'blowing upon'}