Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φυσάδεια
φυσαλέος
φυσαλλίς
φύσαλος
φύσανσις
φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
φυσίαμα
φυσιασμός
View word page
φυσημάτιον
petty conceit

ShortDef

petty conceit

Debugging

Headword:
φυσημάτιον
Headword (normalized):
φυσημάτιον
Headword (normalized/stripped):
φυσηματιον
IDX:
95475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95476
Key:

Data

{'content': 'petty conceit'}