Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φύς
φῦσα
Φυσάδεια
φυσαλέος
φυσαλλίς
φύσαλος
φύσανσις
φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
φυσητός
φυσήφρων
View word page
φυσηλάται
folles fabriles
ShortDef
folles fabriles
Debugging
Headword:
φυσηλάται
Headword (normalized):
φυσηλάται
Headword (normalized/stripped):
φυσηλαται
IDX:
95473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95474
Key:
Data
{'content': 'folles fabriles'}