Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυρτήτης
φύρω
φύς
φῦσα
Φυσάδεια
φυσαλέος
φυσαλλίς
φύσαλος
φύσανσις
φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
φυσητικός
View word page
φυσασμός
blowing
ShortDef
blowing
Debugging
Headword:
φυσασμός
Headword (normalized):
φυσασμός
Headword (normalized/stripped):
φυσασμος
IDX:
95471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95472
Key:
Data
{'content': 'blowing'}