Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύρσις
φυρτήτης
φύρω
φύς
φῦσα
Φυσάδεια
φυσαλέος
φυσαλλίς
φύσαλος
φύσανσις
φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
φυσητής
View word page
φύσας
a father

ShortDef

a father

Debugging

Headword:
φύσας
Headword (normalized):
φύσας
Headword (normalized/stripped):
φυσας
IDX:
95470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95471
Key:

Data

{'content': 'a father'}