Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύρσιμος
φύρσις
φυρτήτης
φύρω
φύς
φῦσα
Φυσάδεια
φυσαλέος
φυσαλλίς
φύσαλος
φύσανσις
φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
View word page
φύσανσις
naturation

ShortDef

naturation

Debugging

Headword:
φύσανσις
Headword (normalized):
φύσανσις
Headword (normalized/stripped):
φυσανσις
IDX:
95469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95470
Key:

Data

{'content': 'naturation'}