Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύρδην
φύρμα
φυρμός
φύρσιμος
φύρσις
φυρτήτης
φύρω
φύς
φῦσα
Φυσάδεια
φυσαλέος
φυσαλλίς
φύσαλος
φύσανσις
φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
View word page
φυσαλέος
windy, full of wind

ShortDef

windy, full of wind

Debugging

Headword:
φυσαλέος
Headword (normalized):
φυσαλέος
Headword (normalized/stripped):
φυσαλεος
IDX:
95466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95467
Key:

Data

{'content': 'windy, full of wind'}