Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυρατής
φυρατός
φυράω
φύρδην
φύρμα
φυρμός
φύρσιμος
φύρσις
φυρτήτης
φύρω
φύς
φῦσα
Φυσάδεια
φυσαλέος
φυσαλλίς
φύσαλος
φύσανσις
φύσας
φυσασμός
φυσάω
φυσηλάται
View word page
φύς
a son

ShortDef

a son

Debugging

Headword:
φύς
Headword (normalized):
φύς
Headword (normalized/stripped):
φυς
IDX:
95463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95464
Key:

Data

{'content': 'a son'}