Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυπόστασις
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
ἀνυποτακτέω
View word page
ἀνυπομόνητος
unbearable

ShortDef

unbearable

Debugging

Headword:
ἀνυπομόνητος
Headword (normalized):
ἀνυπομόνητος
Headword (normalized/stripped):
ανυπομονητος
IDX:
9544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9545
Key:

Data

{'content': 'unbearable'}