Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυλοβασιλικά
φυλοκρινέω
Φυλομάχη
Φυλομέδουσα
φῦλον
φύλοπις
Φυλώ
φυλώδης
φῦμα
φυματίας
φυματόομαι
φυματώδης
φυξανορία
φυξήλιος
φύξηλις
φυξίμηλα
φύξιμος
φύξιον
φύξιος
φυξίπολις
φύξις
View word page
φυματόομαι
have tumours
ShortDef
have tumours
Debugging
Headword:
φυματόομαι
Headword (normalized):
φυματόομαι
Headword (normalized/stripped):
φυματοομαι
IDX:
95439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95440
Key:
Data
{'content': 'have tumours'}