Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομόνητος
ἀνυπονόητος
ἀνυπόπαστος
ἀνύποπτος
ἀνυπόπτωτος
ἀνυπόστασις
ἀνυπόστατος
ἀνυπόστολος
ἀνυπόστρεπτος
ἀνυπόστροφος
View word page
ἀνυπομενετέος
not to be sustained

ShortDef

not to be sustained

Debugging

Headword:
ἀνυπομενετέος
Headword (normalized):
ἀνυπομενετέος
Headword (normalized/stripped):
ανυπομενετεος
IDX:
9543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9544
Key:

Data

{'content': 'not to be sustained'}