Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλοβασιλεύς
φυλοβασιλικά
φυλοκρινέω
Φυλομάχη
Φυλομέδουσα
φῦλον
φύλοπις
Φυλώ
φυλώδης
φῦμα
φυματίας
φυματόομαι
φυματώδης
φυξανορία
φυξήλιος
φύξηλις
φυξίμηλα
φύξιμος
φύξιον
φύξιος
φυξίπολις
View word page
φυματίας
one who has tumours

ShortDef

one who has tumours

Debugging

Headword:
φυματίας
Headword (normalized):
φυματίας
Headword (normalized/stripped):
φυματιας
IDX:
95438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95439
Key:

Data

{'content': 'one who has tumours'}