Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φύλλωμα
φυλοβασιλεύς
φυλοβασιλικά
φυλοκρινέω
Φυλομάχη
Φυλομέδουσα
φῦλον
φύλοπις
Φυλώ
φυλώδης
φῦμα
φυματίας
φυματόομαι
φυματώδης
φυξανορία
φυξήλιος
φύξηλις
φυξίμηλα
φύξιμος
φύξιον
φύξιος
View word page
φῦμα
a growth

ShortDef

a growth

Debugging

Headword:
φῦμα
Headword (normalized):
φῦμα
Headword (normalized/stripped):
φυμα
IDX:
95437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95438
Key:

Data

{'content': 'a growth'}