Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλλόρροια
φυλλορρόος
φυλλόσκεπος
φυλλόστρωτος
φυλλοτόκος
φυλλοτόμος
φυλλοτρώξ
φυλλοφορέω
φυλλοφόρος
φυλλοφυέω
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλλόω
φυλλώδης
φύλλωμα
φυλοβασιλεύς
φυλοβασιλικά
φυλοκρινέω
Φυλομάχη
Φυλομέδουσα
φῦλον
View word page
φυλλοχοέω
to shed leaves

ShortDef

to shed leaves

Debugging

Headword:
φυλλοχοέω
Headword (normalized):
φυλλοχοέω
Headword (normalized/stripped):
φυλλοχοεω
IDX:
95423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95424
Key:

Data

{'content': 'to shed leaves'}