Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλλολόγος
φυλλομανέω
φυλλομανής
φύλλον
φυλλορόος
φυλλορροέω
φυλλόρροια
φυλλορρόος
φυλλόσκεπος
φυλλόστρωτος
φυλλοτόκος
φυλλοτόμος
φυλλοτρώξ
φυλλοφορέω
φυλλοφόρος
φυλλοφυέω
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλλόω
φυλλώδης
φύλλωμα
View word page
φυλλοτόκος
producing leaves

ShortDef

producing leaves

Debugging

Headword:
φυλλοτόκος
Headword (normalized):
φυλλοτόκος
Headword (normalized/stripped):
φυλλοτοκος
IDX:
95417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95418
Key:

Data

{'content': 'producing leaves'}