Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυλλολογία
φυλλολόγος
φυλλομανέω
φυλλομανής
φύλλον
φυλλορόος
φυλλορροέω
φυλλόρροια
φυλλορρόος
φυλλόσκεπος
φυλλόστρωτος
φυλλοτόκος
φυλλοτόμος
φυλλοτρώξ
φυλλοφορέω
φυλλοφόρος
φυλλοφυέω
φυλλοχοέω
φυλλοχόος
φυλλόω
φυλλώδης
View word page
φυλλόστρωτος
strewed
ShortDef
strewed
Debugging
Headword:
φυλλόστρωτος
Headword (normalized):
φυλλόστρωτος
Headword (normalized/stripped):
φυλλοστρωτος
IDX:
95416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95417
Key:
Data
{'content': 'strewed'}