Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φυλλοκόπος
φυλλολογέω
φυλλολογία
φυλλολόγος
φυλλομανέω
φυλλομανής
φύλλον
φυλλορόος
φυλλορροέω
φυλλόρροια
φυλλορρόος
φυλλόσκεπος
φυλλόστρωτος
φυλλοτόκος
φυλλοτόμος
φυλλοτρώξ
φυλλοφορέω
φυλλοφόρος
φυλλοφυέω
View word page
φυλλορροέω
to shed the leaves

ShortDef

to shed the leaves

Debugging

Headword:
φυλλορροέω
Headword (normalized):
φυλλορροέω
Headword (normalized/stripped):
φυλλορροεω
IDX:
95412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95413
Key:

Data

{'content': 'to shed the leaves'}