Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φύλλιον
φυλλίς
φυλλῖτις
φυλλοβολέω
φυλλοβολία
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φυλλοκόπος
φυλλολογέω
φυλλολογία
φυλλολόγος
φυλλομανέω
φυλλομανής
φύλλον
φυλλορόος
φυλλορροέω
φυλλόρροια
φυλλορρόος
φυλλόσκεπος
φυλλόστρωτος
φυλλοτόκος
View word page
φυλλολόγος
leafpicker, one who thins foliage
ShortDef
leafpicker, one who thins foliage
Debugging
Headword:
φυλλολόγος
Headword (normalized):
φυλλολόγος
Headword (normalized/stripped):
φυλλολογος
IDX:
95407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95408
Key:
Data
{'content': 'leafpicker, one who thins foliage'}