Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φυλλίζω
φυλλικός
φυλλίνης
φύλλινος
φύλλιον
φυλλίς
φυλλῖτις
φυλλοβολέω
φυλλοβολία
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φυλλοκόπος
φυλλολογέω
φυλλολογία
φυλλολόγος
φυλλομανέω
φυλλομανής
φύλλον
φυλλορόος
φυλλορροέω
φυλλόρροια
View word page
φυλλόκομος
thick-leaved
ShortDef
thick-leaved
Debugging
Headword:
φυλλόκομος
Headword (normalized):
φυλλόκομος
Headword (normalized/stripped):
φυλλοκομος
IDX:
95403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95404
Key:
Data
{'content': 'thick-leaved'}