Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυλλάς
φυλλεῖον
φυλλιάω
φυλλίζω
φυλλικός
φυλλίνης
φύλλινος
φύλλιον
φυλλίς
φυλλῖτις
φυλλοβολέω
φυλλοβολία
φυλλοβόλος
φυλλόκομος
φυλλοκόπος
φυλλολογέω
φυλλολογία
φυλλολόγος
φυλλομανέω
φυλλομανής
φύλλον
View word page
φυλλοβολέω
to shed the leaves

ShortDef

to shed the leaves

Debugging

Headword:
φυλλοβολέω
Headword (normalized):
φυλλοβολέω
Headword (normalized/stripped):
φυλλοβολεω
IDX:
95400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95401
Key:

Data

{'content': 'to shed the leaves'}